δευτεροβάθμιος

δευτεροβάθμιος
-α, -ο
1. όποιος ανήκει στον δεύτερο βαθμό, σειρά ή τάξη υπαλληλικής ή άλλης ιεραρχίας
2. (για δικαστήρια, συμβούλια, επιτροπές κρίσεως) εκείνος από τον οποίο κρίνεται για δεύτερη φορά κάποια υπόθεση για την οποία έχει εκδοθεί απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή επιτροπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δευτεροβάθμιος — α, ο 1. αυτός που έρχεται δεύτερος σε βαθμό, δεύτερη σειρά: Υπηρετεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. 2. (νομ.), ο αναθεωρητικός, ο ανώτερος από τον πρωτοβάθμιο: Θα αποταθώ σε δευτεροβάθμια επιτροπή, για να βρω το δίκιο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”